Άρθρο του Θεόδωρου Καράογλου, Υπουργού Μακεδονίας και Θράκης, στην εφημερίδα «Το Παρασκήνιο»
Εκατό χρόνια από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και 86 χρόνια μετά τα εγκαίνια της πρώτης Δ.Ε.Θ., η φετινή Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης καλείται να αποδείξει ότι εξακολουθεί να λειτουργεί ως μοχλός ανάπτυξης και εξωστρέφειας της Β. Ελλάδας και όχι ως ένα απομεινάρι του παρελθόντος.
Σε πείσμα όσων επιμένουν να ισχυρίζονται πως ο θεσμός της Δ.Ε.Θ. είναι ξεπερασμένος, πιστεύω πως η 77η διοργάνωση μπορεί να σημάνει την... αντεπίθεση της ελληνικής οικονομίας, προτείνοντας ουσιαστικές λύσεις για την έξοδο από την κρίση.
Αναδεικνύοντας την τοπική παραγωγή, επενδύοντας στην εξωστρέφεια, στην καινοτομία, στην έρευνα αλλά και σε κλάδους οι οποίοι αποτελούν συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας μας, η φετινή διοργάνωση συγκεντρώνει μια πλειάδα χαρακτηριστικών που την καθιστούν πιο επίκαιρη από ποτέ, αποδεικνύοντας ότι η πατρίδα μας μπορεί να αντιπαρέλθει τις δυσκολίες.
Σαφώς η διαρκής αποβιομηχάνιση που συντελέστηκε τα τελευταία χρόνια, σε συνδυασμό με την απουσία αποτελεσματικού σχεδίου ανάκαμψης, αλλά και τις χρόνιες υστερήσεις, τείνουν να καταστήσουν τη βιώσιμη ανάπτυξη ως ένα ακόμη χαμένο στοίχημα.
Ενδεικτικά αναφέρω τα αποτελέσματα πρόσφατης έκθεσης του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα κατατάσσεται στην 96η θέση της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας, επί συνόλου 144 χωρών, υποχωρώντας την τελευταία πενταετία τριάντα θέσεις στον πίνακα της σχετικής κατάταξης.
Ωστόσο, είναι στο χέρι μας να αντιστρέψουμε το κλίμα, γιατί οικονομία είναι ψυχολογία.
Δείχνοντας γρήγορα αντανακλαστικά, η κυβέρνηση εθνικής συνεργασίας προχωρά άμεσα στη συγχώνευση των ΔΕΘ-Helexpo-Ο.Π.Ε., επιχειρώντας να δημιουργήσει ένα διευρυμένο φορέα εξωστρέφειας με έδρα τη Θεσσαλονίκη.
Πρωταρχικός στόχος της νέας δομής είναι να θωρακίσει τη δυνατότητα της Β. Ελλάδας να ανακτήσει την αναπτυξιακή δυναμική που είχε προ κρίσης και να διαμορφώσει νέες συνθήκες ανάπτυξης, αξιοποιώντας στο έπακρο τα γεωπολιτικά και οικονομικά πλεονεκτήματα της ευρύτερης περιοχής της Μακεδονίας και της Θράκης.
Για αυτό και ο θεσμός της Δ.Ε.Θ. πρέπει να εξελίσσεται διαρκώς και να συμβαδίζει με τις σύγχρονες απαιτήσεις της παγκόσμιας οικονομίας.
Μόνο αν την αντιμετωπίσουμε ως εργαλείο ανάπτυξης και ενισχύσουμε το διεθνή της χαρακτήρα, θα τη βοηθήσουμε να αποκτήσει και πάλι τη διάσταση που οφείλει να έχει ως Διεθνής Έκθεση.
Αντίθετα, δράσεις και ενέργειες που την περιχαρακώνουν πίσω από κιγκλιδώματα και φράκτες, την εμποδίζουν να δράσει αναπτυξιακά.
Ως «παιδί» της Θεσσαλονίκης, η Δ.Ε.Θ. οφείλει να ενισχύει τους δεσμούς της με τους κατοίκους της πόλης και να συνεχίσει να χαρίζει σε αυτήν την «προίκα» της, που δεν είναι άλλη από την εξωστρεφή ανάπτυξη.
Διότι αυτό που έχει σήμερα ανάγκη η Βόρεια Ελλάδα είναι να αναδείξει στο εξωτερικό την υγιή της επιχειρηματικότητα, να προωθήσει τα προϊόντα της και να συνάψει επικερδείς εμπορικές συμφωνίες.
Κάθε τι άλλο, απαξιώνει το θεσμό και ελαχιστοποιεί τη δυνατότητα αξιοποίησης των ευκαιριών που παρουσιάζονται.
Και αυτό είναι καθήκον και υποχρέωσή μας να διαφυλάξουμε.